- ὑποβλεπτικῶς
- ὑποβλεπτικῶςwith look askanceindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβλεπτικώς — Μ [ὑποβλέπω] επίρρ. με λοξό βλέμμα, στραβοκοιτώντας … Dictionary of Greek
υποβλεμματικώς — Μ [ὑποβλέπω] επίρρ. ὑποδράξ*,ὑποβλεπτικῶς* … Dictionary of Greek
υποβλεπομένως — Μ επίρρ. ὑποβλεπτικῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ὑποβλεπόμενος τού ὑποβλέπω] … Dictionary of Greek